- εὐώνυμος
- левый.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
εὐώνυμος — of good name masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… … Dictionary of Greek
εὐωνύμως — εὐώνυμος of good name adverbial εὐώνυμος of good name masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐώνυμον — εὐώνυμος of good name masc/fem acc sg εὐώνυμος of good name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωνύμοις — εὐώνυμος of good name masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωνύμου — εὐώνυμος of good name masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωνύμους — εὐώνυμος of good name masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωνύμων — εὐώνυμος of good name masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωνύμῳ — εὐώνυμος of good name masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐώνυμα — εὐώνυμος of good name neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐώνυμε — εὐώνυμος of good name masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)